- ωχραίνω
- (αόρ. ώχρανα, παθ. αόρ. ωχράνθην) 1. μετ. делать бледным; обесцвечивать;2. αμετ. бледнеть; обесцвечиваться; выцветать; линять
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωχραίνω — ὠχραίνω ΝΑ [ὠχρός] 1. καθιστώ κάτι ωχρό, κίτρινο 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ωχρός … Dictionary of Greek
ωχραίνω — ώχρανα, ωχράνθηκα 1. κάνω κάτι κίτρινο, το κιτρινίζω. 2. γίνομαι κίτρινος, χάνω το χρώμα μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωχραντικός — ή, όν, Α [ὠχραίνω] αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι ωχρό. επίρρ... ὠχραντικῶς Α (ιδίως για τους πάσχοντες από ίκτερο) κατά τρόπο ωχραντικό … Dictionary of Greek